- προορατής
- προορ-ᾱτής, οῦ, ὁ,A = καραδοκητής, Sch.E. Hec.1135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προορατής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορατής — ὁ, Α [προορῶ] αυτός που παρατηρεί κρυμμένος, που παραμονεύει … Dictionary of Greek
προορατά — προορατά̱ , προορατής masc nom/voc/acc dual προορατής masc voc sg προορατής masc nom sg (epic) προορᾱτά , προορατός to be foreseen neut nom/voc/acc pl προορᾱτά̱ , προορατός to be foreseen fem nom/voc/acc dual προορᾱτά̱ , προορατός to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)